εναποδείκνυμαι — ἐναποδείκνυμαι (Α) (το ενεργ. ἐναποδείκνυμι σπάνιο) 1. επιδεικνύω κάτι, εκδηλώνω ορισμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον («τούτοις τήν μεγίστην οικειότητα ἐναπεδείξαντο», Πολύβ.) 2. αναδεικνύομαι μεταξύ άλλων, διακρίνομαι («οὐδένες ἐόντες ἐν… … Dictionary of Greek
ἐναπεδείκνυντο — ἐναποδείκνυμαι exhibit imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπεδείκνυτο — ἐναποδείκνυμαι exhibit imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπεδείξαντο — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπεδείξατο — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπεδείξω — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπεδείχθησαν — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδεικνυμένης — ἐναποδείκνυμαι exhibit pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδειξομένους — ἐναποδείκνυμαι exhibit fut part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδειξάμενος — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδειχθῆναι — ἐναποδείκνυμαι exhibit aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)